Το παλίμψηστο του λατομείου των Νυμφών στο Μαράθι της Πάρου
Κείμενο: Νίκος Μπελαβίλας, Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βρανάς (A.I.F.)
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό PAROLA
Όταν οι περιηγητές, φιλέλληνες, αρχαιολάτρες, πριν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, ταξίδευαν στην Πάρο γνώριζαν την ύπαρξη των στοών στο Μαράθι. To λαβυρινθώδες τεχνητό σπήλαιο, δημιούργημα της αρχαιότητας, γοήτευε τους ξένους ταξιδιώτες, καθώς ένοιωθαν τον εαυτό τους να βυθίζεται σε αυτή την κοίτη μαρμάρου από όπου εξορύχθηκαν κάποτε αγάλματα θεών και ανθρώπων. Οι γκραβούρες με τις ρομαντικές απεικονίσεις κυκλοφορούσαν ήδη στις βιβλιοθήκες, τα παλάτια και τα σαλόνια των ευρωπαϊκών πόλεων.
Ήλθε η στιγμή που ιδρύθηκε το νέο κράτος. Οι Κυκλάδες εντάχθηκαν σε αυτό και η νέα εξουσία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, φιλοδοξώντας να αναγεννήσει την κλασική αρχαιότητα στον ίδιο τον τόπο που γεννήθηκε.
Το κοίτασμα του λυχνίτη, του παριανού μαρμάρου αποτελούσε πρόκληση, καθώς μαζί με τα πεντελικά ήταν το αυθεντικό υλικό της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής. Τόσο για τις αναστηλώσεις της Ακρόπολης όσο και για την οικοδόμηση των νεοκλασικών μεγάρων, τα μάρμαρα της Πεντέλης, της Πάρου, της Νάξου και της Τήνου αποτέλεσαν την πιο λαμπερή οικοδομική ύλη της νεοκλασικής περιόδου. Δεν ήταν μόνο η Αθήνα όμως, ήταν και ο Πειραιάς, η Ερμούπολη, η Πάτρα, τα δημαρχεία, τα θέατρα, τα μουσεία, οι εκκλησίες, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και βιβλιοθήκες που κτίζονταν μαζικά εκείνο τον πρώτο αιώνα της ανεξαρτησίας, της ανοικοδόμησης των πόλεων του νέου κράτους. Χιλιάδες τόνοι λευκών, φαιών ή πράσινων ογκόλιθων έβγαιναν από τα λατομεία των νησιών και ταξίδευαν με καΐκια, αργότερα με ατμόπλοια προς τα εργοτάξια.
Ας φέρουμε στο φαντασία μας την εικόνα: Το έτος 1835. Ο αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος μαζί με τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ κατέβηκαν στην Πάρο, στο Μαράθι. Οι δύο αρχιτέκτονες μόλις είχαν ολοκληρώσει τον πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας και του Πειραιά. Οι τρεις τους είχαν αναλάβει σημαντικούς ρόλους στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης. Βρέθηκαν στο σπήλαιο των Νυμφών για να εντοπίσουν μάρμαρα κατάλληλα για τις αποκαταστάσεις, κυρίως του ναού της Αθηνάς Νίκης. Ο Κλεάνθης επέστρεψε πολλές φορές, στις Κυκλάδες αναζητώντας, εξορύσσοντας και εμπορευόμενος μάρμαρα, παριανό λυχνίτη και πράσινο τηνιακό. Η μοίρα το έφερε να σκοτωθεί σε ατύχημα, χρόνια αργότερα σε ένα από τα λατομεία του, μάλλον στην Πάρο, μετά από μία λαμπρή επαγγελματική πορεία.
Παράλληλα με τον Κλεάνθη, η «Γαλλική Εταιρεία Μαρμάρων», μία από τις πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες που εκμεταλλεύτηκαν τον ορυκτό πλούτο του Αιγαίου, δραστηριοποιήθηκε στο ίδιο σημείο. Οι κατασκευές της εταιρείας μέσα και έξω από το αρχαίο λατομείο άλλαξαν δραματικά το τοπίο. Νέα σήραγγα, μηχανοστάσιο, σιδηρόδρομος και λιθόκτιστα κτίρια συγκρότησαν μία βιομηχανική εγκατάσταση, μία μικρή αποικία στους λόφους του νησιού. Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα. Τα τεχνικά έργα της αρχαιότητας δεν αναγνωρίζονταν ακόμη από την ακαδημαϊκή κοινότητα και την αρχαιολογία ως μνημεία άξια προς διατήρηση, όπως οι ναοί, τα ανάκτορα, τα θέατρα, τα έργα τέχνης. Είναι ο καιρός που τείχη πόλεων, υδραγωγεία, λιμάνια, συνοικίες ολόκληρες απλών κατοικιών της κλασικής και της μεσαιωνικής αρχαιότητας ξεθεμελιώθηκαν ή θάφτηκαν κάτω από τις νέες επεκτάσεις των πόλεων. Δεν υπήρχε ακόμη η έννοια της βιομηχανικής αρχαιολογίας, ούτε στην Ελλάδα ούτε στον διεθνή χώρο. Αργά, στον ύστερο 19ο αιώνα, ο πατέρας των ελληνικών μεταλλείων, Ανδρέας Κορδέλλας και ο πλέον σημαντικός αρχιτέκτονας του νεοκλασικισμού, ο Έρνεστ Τσίλλερ, μας έδωσαν τα πρώτα γραπτά τεκμήρια, τα σχέδια των αποτυπώσεων τους για αυτές, τις ασήμαντες ως τότε κατασκευές· μεταλλεία στο Λαύριο και υδραγωγεία στην Αθήνα. Άρχιζε έτσι να αναδύεται η αξία των αρχαίων τεχνικών έργων.
Πέρασε περισσότερο από ένας αιώνας. Ένας σύγχρονος μας αναστηλωτής του Παρθενώνα, ο καθηγητής της αρχιτεκτονικής Μανόλης Κορρές, ακολουθώντας τα ίδια βήματα, αναζητώντας την πορεία των αρχαίων μαρμάρων, πέρασε πρώτα από τα λατομεία της Πεντέλης αποτυπώνοντας τις μήτρες από όπου βγήκαν οι κίονες και τα λοιπά αρχιτεκτονικά μέλη των ναών της Αθήνας. Συνέχισε στο λατομείο των Νυμφών, από όπου ο θρύλος λέει πως εξορύχθηκε η ίδια η Αφροδίτη της Μήλου. Είναι ο πρώτος που κατέγραψε με ένα εκπληκτικά ακριβές σχέδιο το σπήλαιο των δύο εποχών, το αρχαίο λατομείο με τις νεότερες εσωτερικές υπόγειες επεμβάσεις της Γαλλικής Εταιρείας. Τον ακολουθήσαμε μία δεκαετία αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με μία ομάδα αρχιτεκτόνων, μεταλλειολόγων και ιστορικών, στα πλαίσια μίας μεγάλης έρευνας του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, για τα ορυχεία στα νησιά του Αιγαίου. Τότε αποτυπώθηκε και τεκμηριώθηκε το επίγειο τμήμα των εγκαταστάσεων του 19ου αιώνα. Έτσι συμπληρώθηκε η εικόνα αυτού του μνημειακού παλίμψηστου. Είναι το λατομείο των Νυμφών στο Μαράθι, γεννημένο στην κλασσική εποχή και αναγεννημένο στην εποχή της διάδοσης της βιομηχανικής επανάστασης στον χώρο των νησιών.
Σήμερα, ο Πειραιώτης φωτογράφος Δημήτρης Βρανάς έρχεται στο λατομείο. Με τον φακό και την τέχνη του έμπειρου στα έργα αρχιτεκτονικής διασώζει το τοπίο των ερειπίων της Γαλλικής Εταιρείας με φόντο τους λόφους της Πάρου, τους σωρούς της λατύπης, των υπολειμμάτων δηλαδή της εξόρυξης, τις εισόδους των στοών και τα ορύγματα. Βαριά βιομηχανικά κτίρια από πέτρα χωρίς στολίδια, απογυμνωμένα από τα ξύλινα κουφώματα και τις δίρριχτες στέγες τους. Τοιχοποιίες αρμολογημένες με πατητό κυκλαδίτικο σοβά και «σαρδέλα», οριζόντιες χαραγματιές με το μυστρί του μάστορα για να ενισχύσει την αντοχή του στις ρηγματώσεις. Επίχρισμα και λιθοδομή που αντέχει ακόμη. Τοξωτά ανοίγματα στο εσωτερικό των κτιρίων και χαμηλωμένα τόξα στα υπέρθυρα χωρίς ξύλο, με σφηνωτές πέτρες. Ο ωοειδής φεγγίτης πάνω από τις πόρτες, για τον φωτισμό των εργαστηρίων και την απαγωγή των καπναερίων των ατμομηχανών. Οι βάσεις των μηχανών και οι υποδοχές των βαρούλκων, των σιδηροτροχιών, όλου του μηχανισμού που έχει χαθεί πιά. Αυτού που ανέσυρε τους κομμένους ογκόλιθους από τα βάθη της γης στο σχιστήριο, στις αποθήκες και μετά στον έξω κόσμο.
Ο Δημήτρης Βρανάς με τις υπέροχες εικόνες του, κάτω από το εκτυφλωτικό αιγαιοπελαγίτικο φως καταθέτει τη μαρτυρία του. Διασώζει μία βιομηχανική δραστηριότητα που έλαμψε και έσβησε. Αντικρύζουμε τα ίχνη της, χάρη στις φωτογραφίες, χωρίς ήχους εργαλείων και ανθρώπων, χωρίς μηχανές και εργάτες, χωρίς μάρμαρα. Τη βλέπουμε τώρα, ως μνήμη, ζώσα μέσω των ερειπίων, ενσωματωμένη στη σιωπή του νησιωτικού ανάγλυφου. Δεν το πληγώνει με την εξόρυξη και την καπνιά. Είναι σχεδόν τμήμα της φύσης και σίγουρα τμήμα της Ιστορίας, όχι μόνο της Πάρου, αλλά του ελληνικού βιομηχανικού 19ου αιώνα.
Αυτό το μνημειακό τοπιακό σύμπλεγμα, αποτελεί ένα από τα δυνατά σημεία της αρχαίας και νεότερης εξορυκτικής ιστορίας του Αιγαίου. Ο Δημήτρης Βρανάς με την φωτογράφιση του, το αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο. Υπενθυμίζει την ανάγκη διάσωσής και προστασίας του.